βάρεμα — το το χτύπημα, η πληγή: Έκανε ένα μεγάλο καρούμπαλο μετά το βάρεμα στην πόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδελφοβάρεμα — και αδερφοβάρεμα χτύπημα, πληγή που προξενήθηκε από αδελφό σε αδελφό και που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες δύσκολα γιατρεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + βάρεμα] … Dictionary of Greek
βαρεματιά — η [βάρεμα] 1. χτύπημα 2. τραύμα … Dictionary of Greek
πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… … Dictionary of Greek
χτύπημα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτυπώ, το βάρεμα, το δάρσιμο: Έφαγε ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι. 2. το μέρος που χτυπήθηκε και το σημάδι της πληγής: Έχει ένα μεγάλο χτύπημα στο πόδι. 3. κρότος, χτύπος: Δεν άκουσα το χτύπημα του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτύπος — ο 1. χτύπημα, κρούση, βάρεμα. 2. κρότος. 3. ρυθμικός ήχος: Μόνο ο χτύπος του ρολογιού ακουγότανε. 4. παλμός της καρδιάς, καρδιοχτύπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)