βάρεμα

βάρεμα
το (Α βάρημα, Μ βάρεμα)
βάρος, φορτίο
μσν.- νεοελλ.
1. ενόχληση, δυσφορία
2. επιβάρυνση, φόρος
αρχ.-νεοελλ. χτύπημα, πλήγμα
νεοελλ.
1. τραύμα
2. η ώρα που βαράει, που ανατέλλει ο ήλιος
μσν.
στον πληθ. οι αποσκευές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βάρεμα < αρχ. βάρημα < βαρώ(-έω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βάρεμα — το το χτύπημα, η πληγή: Έκανε ένα μεγάλο καρούμπαλο μετά το βάρεμα στην πόρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδελφοβάρεμα — και αδερφοβάρεμα χτύπημα, πληγή που προξενήθηκε από αδελφό σε αδελφό και που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες δύσκολα γιατρεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + βάρεμα] …   Dictionary of Greek

  • βαρεματιά — η [βάρεμα] 1. χτύπημα 2. τραύμα …   Dictionary of Greek

  • πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… …   Dictionary of Greek

  • χτύπημα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτυπώ, το βάρεμα, το δάρσιμο: Έφαγε ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι. 2. το μέρος που χτυπήθηκε και το σημάδι της πληγής: Έχει ένα μεγάλο χτύπημα στο πόδι. 3. κρότος, χτύπος: Δεν άκουσα το χτύπημα του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χτύπος — ο 1. χτύπημα, κρούση, βάρεμα. 2. κρότος. 3. ρυθμικός ήχος: Μόνο ο χτύπος του ρολογιού ακουγότανε. 4. παλμός της καρδιάς, καρδιοχτύπι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”